διώρυχα

διώρυχα
διώρῡχα , διορύσσω
dig through
perf ind act 1st sg
διώ̱ρυχα , διῶρυξ
trench
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρατείνω — ΜΑ (το μέσ.) συμπαρατείνομαι εκτείνομαι όσο και κάτι άλλο στον χώρο ή στον χρόνο (α. «διώρυχα... συμπαρατεινομένην... πάσῃ τῇ μέχρι τοῡ Τίγρητος χώρα», Ζώσ. β. «συμπαραταθῆναι τῷ βίῳ τήν μνήμην», Βασ.) αρχ. παρατείνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”